22 Οκτωβρίου, 2012 — vatopaidifriend4
Σεβ. Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος
Ο αέρας του Αγίου Όρους έχει κάτι το διαφορετικό και μεγάλο σε πνευματικό επίπεδο και ξεπερνά κατά πολύ την μέγιστη τιμή του κόσμου ή της καλύτερης κοινωνίας. Το Όρος και στην φτώχεια του είναι πλούσιο και στην κάμψη του εμφανίζεται ακμαίο. Τα αποθέματα της ποιότητός του, της ουσίας του, είναι τόσο βαθιά βαλμένα στον οργανισμό του, ώστε ταυτίζονται, θα λέγαμε, με το γενετικό υλικό του.
Μια επίσκεψη και σήμερα στο Όρος δημιουργεί πρωτόγνωρους κραδασμούς και σεισμικές εντυπώσεις που δύσκολα μπορεί κανείς να αντιπαρέλθει. Στην γάργαρη και δροσερή πηγή του ξεδιψούν όχι μόνον μοναχοί αλλά και κοσμικοί. Στην παχιά σκιά του δροσίζονται όχι μόνον πιστοί αλλά και άπιστοι. Στην φιλόξενη και ζεστή αγκαλιά του αναπαύονται όχι μόνον διψασμένοι αλλά και περίεργοι ή αδιάφοροι, όχι μόνον οι εύκολοι αλλά και οι ανικανοποίητοι, όχι μόνον αυτοί για τους οποίους ελπίζεις αλλά και οι απρόβλεπτοι.
Παρά τις γκρίνιες των νοσταλγών και τους αυστηρούς σχολιασμούς των επικριτών του το Όρος συνεχίζει να είναι ένας άλλος κόσμος, όπου, επειδή ζεις την ιστορία, δεν σε κυνηγάει η στιγμή ούτε εσύ τα γεγονότα. Μπορείς να λειτουργείς χωρίς να βιάζεσαι, να συμπεριφέρεσαι χωρίς να φοβάσαι, να συμπεριφέρεσαι χωρίς να φοβάσαι, να εκφράζεσαι χωρίς να προϋπολογίζεις. Η φύση του, η πολιτισμική εικόνα του, ο προσδιορισμός και η μέτρηση του χρόνου του, οι συνήθειες και ο χαρακτήρας της ζωής του, η ιστορία του, η θρησκευτική έκφρασή του, οι άνθρωποί του, το περιεχόμενο του ανεκτίμητου θησαυρού του, τα πάντα έχουν μια μοναδικότητα εδώ, που ακόμη μέχρι σήμερα κανείς δεν μπόρεσε να καταστρέψει.
Καθώς με το πλοιάριο της συγκοινωνίας αφήνεις πίσω σου την Ουρανούπολη και τον νομό Χαλκιδικής, αυτόματα σού δημιουργείται η αίσθηση ότι εγκαταλείπεις τον κόσμο, τον κόσμο σου, και συναντάς τον άγνωστο σ’ εσένα κόσμο σου, που όμως είναι πιο δικός σου, τον πυρήνα, την πνοή του Θεού μέσα σου κατά την μέρα της δημιουργίας σου. Όλα εδώ θέλουν να αποκτήσουν βαρύτητα, βαθύτητα, περιεχόμενο και ουσία, ακόμη και ο εαυτός σου.
Η φύση του Όρους έχει μια μοναδική μαγεία. Οι απότομες, ψηλές και βραχώδεις κορυφές, οι βουνίσιες μυρωδιές, τα σπάνια είδη της χλωρίδας και οι ξωτικές μορφές της πλέον ασυνήθιστης πανίδας, που εδώ επαναλαμβάνονται, σου δίνουν να καταλάβεις τι θα πει ανεμπόδιστο, αβίαστο, μη απειλούμενο στην φύση. Το μάτι χορταίνει ποικιλίες, το αυτί απολαμβάνει τις εναλλαγές της ησυχίας με τις μελωδίες, η μύτη λαίμαργα ρουφά τις ευωδίες. Και δίπλα ακριβώς, η θάλασσα. Βαθύτατα νερά, σπάνιοι χρωματισμοί, βραχώδεις ακτές και απάτητες αμμώδεις παραλίες σου δημιουργούν την αίσθηση του «καλά λίαν» φτιαγμένου κόσμου που κανείς ακόμη δεν ασέλγησε επάνω του, και σε μεταφέρουν σε εικόνες και αισθήματα του αρχέγονου παραδείσου.
Και τι παράδοξο! Αυτή η μοναδική πανδαισία δεν έχει πέσει στα χέρια της τουριστικής εκμετάλλευσης και λαιμαργίας. Ούτε χιονοδρομικά κέντρα και κοσμικές παραλίες μπορείς να βρεις, ούτε τελεφερίκ και καταφύγια να συναντήσεις. Εδώ δεν έχει χώρους για… αναψυχή, είναι χώρος της ψυχής. Ούτε τίποτε επιδέχεται αξιοποίηση, τα πάντα έχουν από μόνα την αξία μέσα τους.
Ο χρόνος μετράει τις μέρες του με το παλιό, το Ιουλιανό, ημερολόγιο, και προσδιορίζει τις ώρες του με το Βυζαντινό. Όλα πηγαίνουν πιο αργά, δίχως βιασύνη, γι’ αυτό και η ημερομηνία διακριτικά ακολουθεί δεκατρείς μέρες πίσω απ’ ό,τι στην Ουρανούπολη, στην Αθήνα και στον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά και η μέρα αρχίζει με την δύση του ηλίου και όχι με το βαθύ σκοτάδι του μεσονυχτίου. Η ζωή των μοναχών φωτίζει το σκοτάδι της νύχτας, που το ζωογονεί με τους αναστεναγμούς της προσευχής, αφήνοντας για την μέρα κάθε τι που υπηρετεί την αναγκαιότητα της επιβίωσης, ακόμη και αυτήν την ανάπαυση.
Η μέτρηση του χρόνου στο Όρος πεισματικά αντιστέκεται μέχρι σήμερα σε κάθε προσπάθεια προσαρμογής και εκσυγχρονισμού της. Ο αγιορείτικος χρόνος μόνο με την αιωνιότητα είναι συγχρονισμένος.
Καθώς επισκέπτεσαι τα μοναστήρια, σταδιακά διαπιστώνεις ότι εδώ κρύβεται το μεγαλείο της Κωνσταντινούπολης και περιμένει την αφύπνισή της η δόξα του Βυζαντίου. Αρχιτεκτονικά κατασκευάσματα απαράμιλλης ομορφιάς και απροσμέτρητου μεγαλείου, τεράστιες συλλογές πατριαρχικών ή αρχιερατικών σκευών, χειρογράφων και εντύπων κωδίκων και φυσικά η ανεκτίμητη πνευματική περιουσία των τιμίων λειψάνων προκαλούν περισσότερο την αίσθηση της ιστορικής, πνευματικής και πολιτισμικής κληρονομιάς παρά την ανάγκη μιας μουσειακής επίδειξης.
Στο Όρος αυτά που κανείς βλέπει είναι τα λίγα, τα μικρά. Η διάχυτη αίσθηση που αποκομίζει αποτελεί την ανυπολόγιστη ανταμοιβή του. Γι’; αυτό, ενώ μπορούσε να είναι το μεγαλύτερο μουσείο του πεθαμένου παρελθόντος, αποτελεί το καλύτερο θησαυροφυλάκιο του ζωντανού παρόντος. Δεν σου θυμίζει το τέλος του Βυζαντίου, αλλά υπογραμμίζει το διηνεκές της δόξας του. Δεν το απολαμβάνεις με την όραση, σε αναπαύει με την εμπειρία.